ὁσίῳ

ὁσίῳ
ὅσιος
hallowed
masc/neut dat sg
ὅσιος
hallowed
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οσιώ — ὁσιῶ, όω (Α) [όσιος] 1. κάνω κάποιον όσιο 2. απαλλάσσω κάποιον από ενοχή ή έγκλημα με εξιλαστήρια θυσία 3. κάνω εξιλέωση 4. μέσ. ὁσιοῡμαι, όομαι διατηρώ κάτι αγνό και αμόλυντο 5. παθ. εξαγνίζομαι 6. φρ. «ὁσιῶ (τινα) τῇ γῆ» κηδεύω (κάποιον) από… …   Dictionary of Greek

  • ὁσιῶ — ὁσιόω make holy pres subj act 1st sg ὁσιόω make holy pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὁσίω — Ὅσιος masc nom/voc/acc dual Ὅσιος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁσίω — ὅσιος hallowed masc/neut nom/voc/acc dual ὅσιος hallowed masc/neut gen sg (doric aeolic) ὅσιος hallowed masc/fem/neut nom/voc/acc dual ὅσιος hallowed masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ὁσιόω make holy pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ὁσιόω …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὁσίῳ — Ὅσιος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁσίωι — ὁσίῳ , ὅσιος hallowed masc/neut dat sg ὁσίῳ , ὅσιος hallowed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὁσίωι — Ὁσίῳ , Ὅσιος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφοσιώνω — (AM ἀφοσιῶ, όω, Α και ἀποσιῶ, ιων. τ.) αφιερώνω, διαθέτω εξ ολοκλήρου νεοελλ. ( ώνομαι) 1. προσφέρω τον εαυτό μου εξολοκλήρου σε κάποιον 2. απασχολούμαι ή επιδίδομαι σε κάτι με πολύ ζήλο 3. (η μτχ.) αφοσιωμένος, η, ο ένθερμος φίλος, πιστός οπαδός …   Dictionary of Greek

  • εξοσιώ — ἐξοσιῶ, όω (AM) 1. αφιερώνω 2. εξιλεώνω, καταπραΰνω αρχ. μέσ. με εξαγνισμό διώχνω από πάνω μου κατάρα ή κακό. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οσιώ «αφιερώνω απαλλάσσω»] …   Dictionary of Greek

  • καθοσιώνω — (AM καθοσιῶ, όω) 1. καθιστώ κάτι όσιο, ιερό, καθιερώνω 2. προσφέρω ως ανάθημα σε θεό, αφιερώνω αρχ. 1. αγνίζω, εξαγνίζω, καθαρίζω («ἱλασμοῑς τισι καὶ καθαρμοῑς... καθοσιώσας τὴν πόλιν», Πλούτ.) 2. αρραβωνιάζω, μνηστεύω 3. φρ. (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”